γηροκομία

γηροκομία
η , γηροκόμια τα попечение, забота о престарелых; уход за престарелыми

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γηροκομία" в других словарях:

  • γηροκομία — γηροκομίᾱ , γηροκομία fem nom/voc/acc dual γηροκομίᾱ , γηροκομία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροκομίᾳ — γηροκομίᾱͅ , γηροκομία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροκομία — η (AM γηροκομία) [γηροκόμος] η περίθαλψη τών γερόντων …   Dictionary of Greek

  • γηροκομίας — γηροκομίᾱς , γηροκομία fem acc pl γηροκομίᾱς , γηροκομία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροκομίαι — γηροκομίᾱͅ , γηροκομία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροκομίαν — γηροκομίᾱν , γηροκομία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροκομικός — γηροκομικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γηροκομία …   Dictionary of Greek

  • γηροκόμηση — η η γηροκομία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»